πνίξις

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῖξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.