πνευμάτιος

English (LSJ)

η, ον, portending wind, σελήνη Arat.785.

German (Pape)

[Seite 640] auch zweier Endgn, windig, dem Winde ausgesetzt, Wind bringend, Arat. Dios. 53.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμάτιος: -α, -ον, ἀνεμώδης, ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.

Greek Monolingual

-ον, Α πνεύμα, -ατος
1. αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευμάτιον
α) σύντομη ζωή
β) μικρή, ελαφριά αναπνοή
γ) το ελαφρύ φούσκωμα
δ) ελαφριά αύρα.