πνευματοκτόνος

Greek Monolingual

-ον, Ν
αυτός που σκοτώνει το πνεύμα, ο καταστροφικός για την πνευματική υγεία ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -κτόνος (< κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 σε έκθεση διαγωνίσματος περί παιδείας].