Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποδάρα
Greek Monolingual
η, Ν 1. πολύ μεγάλο πόδι 2.φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ.<ποδάρι+ μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ.μουλάρα, πιθάρα)].