ποδοβολητό

Greek Monolingual

το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλητό)].