ποδόστημα

German (Pape)

[Seite 643] τό, das Untertheil des Schiffes nach hinten zu, Sp.

Greek Monolingual

το, Ν ναυτ.
η κατακόρυφη συνέχιση της τρόπιδας του πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + -στημα (< ἵστημι «στήνω»)].