προσήσθη, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «προσήσθη».[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. ποτί «προς» + ἀνύω / ἀνύτω / ἁνύτω «εκτελώ, επιτελώ, φέρνω σε πέρας»].