ποιμαντορικός
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαντορικός: -ή, -όν, = ποιμαντικός, τὴν ποιμαντορικὴν ἐπιστήμων Μ. Ἀκομ. τ. Βϳ, σ. 25, 8, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποιμαντορικός, -ή, -όν, ΝΜ ποιμαντορία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος»)
2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές»
εκκλ. οι επιστολές του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α' και Β' και προς τον Τίτο, με τις οποίες δίνονται από τον Παύλο αξιόλογες συμβουλές προς τους παραλήπτες μαθητές του για το ποιμαντορικό τους έργο
νεοελλ.
μτφ. καθοδηγητικός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντορική
η πνευματική καθοδήγηση τών πιστών η ποιμαντορία.
επίρρ...
ποιμαντορικώς Ν
με ποιμαντορικό τρόπο.