πολεμόφρων

English (LSJ)

gloss on δαΐφρων, Sch.Od.1.48.

German (Pape)

[Seite 654] ον, kriegerisch gesinnt, Schol. Od. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολεμικὸν φρόνημα, φιλοπόλεμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 48.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολεμικό φρόνημα, ο φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].