πολιούχος

Greek Monolingual

(I)
-ο / πολιοῦχος, -ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, -ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α
(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος
άγιος της Εκκλησίας, προστάτης πόλης ή χωριού στον οποίο είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός και προς τιμήν του οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις κατά την ημέρα της εορτής του
μσν.
προσωνυμία του Αδάμ ως φύλακα του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -οῦχος (< ἔχω)].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει ψαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -οῦχος (< ἔχω)].