πολυέλιξ

German (Pape)

[Seite 662] ὁ, ἡ, = πολυέλικτος, Phavor.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλιξ: -ικος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Φαβωρ. ἐν λέξ. τετραέλιξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
πολυέλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἕλιξ, , «έλικας» (πρβλ. τετραέλιξ)].