πολυειδία

English (LSJ)

ἡ, diversity of kind, variety, variety of forms, variety of aspects, Pl.R. 580d, Thphr. HP 3.2.5.

German (Pape)

[Seite 662] ἡ, Verschiedenartigkeit, Plat. Rep. IX, 580 d u. Sp., Vielheit der Arten.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
variété d'aspects ou de formes.
Étymologie: πολυειδής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδία -ας, ἡ [πολυειδής] veelvormigheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδία:многообразие Plat.

Greek Monolingual

και πολυείδεια, ἡ, Α πολυειδής
ποικιλία, πολυμορφία («διὰ πολυειδίαν ἑνὶ οὐκ ἔσχομεν ὀνόματι προσειπεῖν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυειδία: ἡ, ποικιλία στο είδος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδία: ἡ, ποικιλία, εἴδους ἢ εἰδῶν, Πλάτ. Πολ. 580D, Κλήμ. Ἀλ. 163, 800.

Middle Liddell

πολυειδία, ἡ,
diversity of kind, Plat.