πολυθρήνητος
English (LSJ)
πολυθρήνητον, lamentable, γενεή AP7.334.15, cf. IG12(8).445.6 (Thasos); Glossaria on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.
German (Pape)
[Seite 663] viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: πολύς, θρηνέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυθρήνητος: горько оплакиваемый, т. е. глубоко несчастный (γενεά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυθρήνητος: -ον, ἀξιοθρήνητος, πολὺ θρηνηθείς, γενεὰ Ἀνθ. Π. 334, 15.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυθρήνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + < θρηνῶ (πρβλ. οξυθρήνητος)].
Greek Monotonic
πολυθρήνητος: -ον (θρηνέω), αξιοθρήνητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πολυ-θρήνητος, ον, θρηνέω
lamentable, Anth.