πολυοχλία

English (LSJ)

ἡ, crowd of people, Plb.10.14.15, LXX Jb.39.7; τῶν νέων Inscr.Perg.252.22.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, viel Volk, σύμμικτος, Pol. 10, 14, 5.

Russian (Dvoretsky)

πολυοχλία:скопление множества людей, большая толпа Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πολυοχλία: ἡ, πολὺς ὄχλος, πλῆθος ἀνθρώπων, Πολύβ. 10. 14, 15, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 7).

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύοχλος
η συγκέντρωση όχλου, το μεγάλο πλήθος ανθρώπων.