πολυποδίνη

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, = ὀσμύλη, Arist. and Speus. ap. Ath.7.318e.

German (Pape)

[Seite 669] eine kleine Polypenart, Ath. VII, 318 e.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποδίνη: [ῐ], ἡ, μικρὸς πολύπους, ὀσμύλη, Ἀθήν. 318Ε.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μικρό χταπόδι οσμύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, -οδος + επίθημα -ίνη (πρβλ. αθερίνη, χοιρίνη)].