πολυτραφής
English (LSJ)
πολυτραφές, much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.
German (Pape)
[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.
Russian (Dvoretsky)
πολυτρᾰφής: питающий многих, плодородный (χώρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. ἐ-τράφ-ην), πρβλ. ευτραφής].