πολυόστεος

English (LSJ)

πολυόστεον,
A with many bones: πολυόστεον, τό, = πεδίον II, Poll.2.197; τὸ π. τοῦ σκέλους, i.e. the foot, Arist.HA494a10.
II of fruits, with many seeds, Cat.Cod.Astr.8(4).251.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Knochen, Arist. H. A. 1, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόστεος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὀστᾶ, Πολυδ. Β΄, 197· τὸ π. τοῦ σκέλους, δηλ. ὁ πούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά
2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον
η επάνω επιφάνεια του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όστεος (< ὀστοῦν / ὀστέον «κόκαλο»), πρβλ. μονόστεος].