πολύβιος
English (LSJ)
πολύβιον,
A (βίος II) well-to-do, Cat.Cod.Astr.2.209.
II (βία) powerful, Eust.916.21.
German (Pape)
[Seite 660] lang lebend, B. A. 323.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβιος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ζωὴν ἢ ζωτικότητα, Εὐστ. 916. 21.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. μακρόβιος
2. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πλούσιος
3. ισχυρός («πολύβιοι ὅ ἐστι πολυδύναμοι
ἀνδρεῖοι γάρ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος].