πολύοινος
English (LSJ)
πολύοινον, rich in wine, of a place, Th.1.138 (Sup.), Lib.Ep.19.8; of men, X.Vect. 5.3.
German (Pape)
[Seite 667] weinreich; im superl. Thuc. 1, 138; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui abonde en vin.
Étymologie: πολύς, οἶνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύοινος -ον [πολύς, οἶνος] rijk aan wijn.
Russian (Dvoretsky)
πολύοινος: изобилующий вином (Λάμψακος Thuc.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που παράγει πολύ κρασί
2. αυτός που πίνει πολύ, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + οἶνος «κρασί» (πρβλ. ηδύοινος)].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
πολύοινος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς οἶνον, ἔχων ἄφθονον οἶνον, ἐπὶ τόπου, Θουκ. 1. 138· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ξεν. Πόρ. 5. 3. ΙΙ. ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 254C.