πολύφωτος

German (Pape)

[Seite 676] lichtreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ φῶς, Ἐκκλ. ― τὸ πολύφωτον, τὸ ἔχον πολλὰ φῶτα, εἶδος πολυελέου, Συμ. Θεσσαλ. περὶ ναοῦ: τὰ πολύφωτα καὶ δεκάφωτα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.

Spanish

que ilumina a muchos

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.)
2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως
3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» — πολυκάντηλα)
4. το ουδ. ως ουσ. το πολύφωτο(ν)
διακοσμητικό συγκρότημα πολλών λυχνιών στο παρελθόν ή ηλεκτρικών λαμπτήρων σήμερα
μσν.
1. (για την ιερωσύνη, τους αποστόλους και την Εκκλησία) μεγαλοπρεπής, ένδοξος
2. καλά φωτισμένος
3. (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερόφωτος].

Léxico de magia

-ον que ilumina a muchos de Helios κλῦθί μοι, ... ὁ ἑαυτῷ συνγινόμενος καὶ δυναμούμενος, προσαυξητὰ καὶ πολύφω<τε escúchame, tú que estás unido a ti mismo y estás lleno de poder mágico, el que da el crecimiento, el que a muchos ilumina (entre voces mágicas) P II 121 (cj. Pr.)