πολύωτος

English (LSJ)

πολύωτον, (οὖς) many-eared, Ps.-Luc.Philopatr.3.

German (Pape)

[Seite 678] vielöhrig, Luc. Philopatr. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pourvu de nombreuses oreilles.
Étymologie: πολύς, οὖς.

Russian (Dvoretsky)

πολύωτος: многоухий, т. е. весь превратившийся в слух Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πολύωτος: -ον, (οὖς) ὁ ἔχων πολλὰ ὦτα, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρις 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. άωτος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύωτος -ον [πολύς, οὖς] met veel oren.