ποντάρω
Greek Monolingual
και ποντάρω, Ν
1. (σε τυχερά παιχνίδια) καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί
2. υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι («σ' αυτόν μην ποντάρεις, γιατί θα σέ ρίξει έξω»)
3. τεχνολ. κάνω σημάδι με την πόντα εκεί όπου πρέπει να διατρηθεί ένα μεταλλικό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pontare «στηρίζομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε χαρτί (για τυχερά παιχνίδια)»].