πορφυροβαφής

English (LSJ)

πορφυροβαφές, = πορφυρόβαπτος, AB379, Poll.7.63, v.l. in Artem.2.3.

German (Pape)

[Seite 686] ές, = πορφυρόβαπτος, Pherecrat. in B. A. 379.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβᾰφής: -ές, = πορφυρόβαπτος, Α. Β. 379, Πολυδ. Ζ΄, 63.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
ο πορφυρόβαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ερυθροβαφής].