ποταμάρχης

Greek Monolingual

ο, Ν
(επί βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας) υπάλληλος της δημογεροντίας που επέβλεπε την ύδρευση και την άρδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -άρχης (< άρχω), πρβλ. νομάρχης].