πουλάκι

Greek Monolingual

και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν πουλί
υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι)
2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι
3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού
4. φρ. α) «πουλάκι μου»
i) προσφώνηση αγάπης ή στοργής
ii) ειρωνική προσφώνηση («τί λες, πουλάκι μου»)
β) «πάει το πουλάκι» και «χάθηκε το πουλάκι» — χάθηκε η ευκαιρία.