πουρνάρι

Greek Monolingual

το, Ν
κοινή ονομασία του είδους δρυός Quercus coccifera, αλλ. πρινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιρνάρι / πρινάρι με τροπή του /i/ σε /u/ (πρβλ. σησάμι: σουσάμι, σηπία: σουπιά)].