πούλι

Greek Monolingual

το, Ν
1. πεσσός, πιόνι επιτραπέζιου παιχνιδιού
2. η πούλια
3. γραμματόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pul < αρχ. φόλλις «μικρό νόμισμα» (< λατ. follis)].