πιόνι
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθεμιά από τις οκτώ φιγούρες του σκακιού
2. (κατ' επέκτ.) καθένα από τα πούλια άλλων παιχνιδιών, όπως λ.χ. της ντάμας
3. μτφ. (για πρόσ.) άβουλος άνθρωπος που γίνεται όργανο τών άλλων, τσιράκι («έχει γίνει το πιόνι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pion «πεζός στρατιώτης, πεσσός» (< λατ. pes, pedis «πόδι»)].