πραξικόπημα

Greek Monolingual

το, Ν
1. η έκνομη αλλοίωση ή μεταβολή του πολιτεύματος από φορείς της εξουσίας ή, αλλιώς, η εκ τών άνω παράνομη αλλοίωση ή μεταβολή του πολιτεύματος ως μέθοδος επιβολής, συνήθως, αντιλαϊκού απολυταρχικού καθεστώτος
2. γεν. βίαιη, αυθαίρετη και δόλια αιφνιδιαστική ενέργεια και πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικοπῶ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. coup d'etat και μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].