πρελούδιο
Greek Monolingual
και πρελούντιο, το, Ν
μουσ.
1. μουσικό κομμάτι μη καθορισμένης μορφής που εισάγει ένα ορχηστρικό ή ένα θεατρικό έργο ή μια λειτουργική τελετουργία
2. αυτόνομη μουσική σύνθεση, που μπορεί να είναι παράφραση για εκκλησιαστικό όργανο πάνω σε θέματα προτεσταντικών ασμάτων που εισάγουν το μέλος της σύναξης στην Εκκλησία τών Μεταρρυθμιστών είτε γραμμένη στο ύφος της σπουδής είτε να έχει ως αφετηρία της οπτικές και αισθητηριακές εντυπώσεις ή ακόμη και να αντικαθιστά την εισαγωγή σε ορισμένες όπερες, όπως λ.χ. στον Λόενγκριν
3. μτφ. προανάκρουσμα, προοίμιο·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. preludio].