πρεμνίζω

English (LSJ)

stub up, root up, Test. ap. D.43.70 (Pass.), Poll.7.146, Phot.

German (Pape)

[Seite 697] mit Stumpf u. Stiel ausrotten; Poll. 7, 146; B. A. 293; vgl. ἐκπρ.

French (Bailly abrégé)

arracher avec le tronc, déraciner.
Étymologie: πρέμνον.

Russian (Dvoretsky)

πρεμνίζω: вырывать с корнем, выкорчевывать Dem.

Greek (Liddell-Scott)

πρεμνίζω: ἐκπρεμνίζω, ἐκριζόω, κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, Πολυδ. Ζ΄, 146. ― Κατὰ Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· τουτέστι τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΜΑ πρέμνον
1. (σχετικά με δέντρο) ξεριζώνω μαζί με όλη τη ρίζα
2. αποσπώ, βγάζω κάτι από κάπου.