πριονοκορδέλα
Greek Monolingual
η, Ν
1. τεχνολ. μηχανή κοπής ξύλων που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης ή, παλαιότερα, με υδραυλική ενέργεια (νερόμυλο) και χρησιμοποιεί ως κοπτικό μέσο χαλύβδινη ταινία με οδόντωση και συγκολλημένη στα δύο άκρα της, η οποία περιστρέφεται από δύο τροχαλίες όπως συμβαίνει με έναν ιμάντα
2. η χαλύβδινη οδοντωτή ταινία, που αποτελεί το κύριο εξάρτημα της παραπάνω μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κορδέλα].