προάπτω

English (LSJ)

light, kindle before, Hld.1.12.

German (Pape)

[Seite 709] vorher anzünden, Hel. 1, 12, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

προάπτω: ἀνάπτω πρότερον, Ἡλιόδ. 1. 12.

Greek Monolingual

Α
ανάβω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἅπτω «ανάβω»].