προάσπιση

Greek Monolingual

η, Ν
1. υπεράσπιση, προφύλαξη («η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας»)
2. φυσ.-χημ. η προστασία που ασκούν τα ηλεκτρόνια τών ενδιάμεσων στιβάδων ενός ατόμου στα ηλεκτρόνια της εξώτατης στιβάδας του από τη δράση του ηλεκτρικού φορτίου του πυρήνα, φαινόμενο που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις φυσικές και χημικές ιδιότητες τών χημικών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω. Η λ., στον λόγιο τ. προάσπισις, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].