προαναπίπτω

English (LSJ)

fall down beforehand, Ph.1.154; π. τὴν γνώμην ib.282.

Greek (Liddell-Scott)

προαναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀναπίπτω πρότερον, Φίλων 1. 154.

Greek Monolingual

Α
χάνω τις δυνάμεις μου ή το θάρρος μου εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, υποχωρώ, διστάζω»].

German (Pape)

(πίπτω), vorher niederfallen, Kraft oder Mut verlieren, Sp., wie Philo.