προβατών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = προβατεών (sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold), IG11(2).287 A149, al. (iii B.C.), PCair.Zen.68.2 (iii B.C.), Inscr.Délos 403.51 (ii B.C.), Hdn.Gr.1.36
Greek (Liddell-Scott)
προβατών: -ῶνος, ὁ, = προβατεών, Ἐπιγρ. Δήλου Bul de cor. hel. IV, σελ. 63.
Greek Monolingual
και προβατεών, και προβατιών, -ῶνος, ό, Α
μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. -εών / -ών (πρβλ. βοσκεών)].
Translations
Bulgarian: кошара; Chinese Mandarin: 羊圈; Dutch: schapenstal, schaapskooi; English: sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold; French: bergerie; German: Schafstall, Schafhürde; Gothic: 𐌰𐍅𐌹𐍃𐍄𐍂; Greek: στάνη, μαντρί, στρούγκα, μάντρα, ποιμνιοστάσιο, προβατοστάσιο; Ancient Greek: προβατοστάσιον, προβατών, προβατεών, αὔλιον, αὐλή, ἔναυλος, γυργαθός, ἐμφορβίς, αὐλιστήριον; Irish: cró caorach; Italian: ovile; Japanese: 羊小屋; Latin: ovile; Macedonian: трло; Polish: owczarnia; Portuguese: aprisco, redil; Romanian: stână, țarc, oierie; Russian: овчарня, загон для овец, кошара; Spanish: aprisco, majada, redil; Volapük: jipacek; Welsh: corlan