προγεφύρωμα

Greek Monolingual

το, Ν
1. σύνολο οχυρωματικών έργων, αμυντική οργάνωση τοποθεσίας, πριν από γέφυρα, για την προάσπισή της ή για άμυνα από τις προσβολές του εχθρού
2. προκεχωρημένο στρατιωτικό τμήμα και ο χώρος τον οποίον κατέχει αυτό σε παράκτια ή παρόχθια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γεφύρωμα (< γεφυρώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Π. Θ. Κολοκοτρώνη].