γεφυρώνω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

(AM γεφυρῶ, -όω) γέφυρα
1. κατασκευάζω ή τοποθετώ γέφυρα πάνω από αδιάβατο μέρος, δημιουργώ πέρασμα
2. συνδέω, συμφιλιώνω απόψεις που διίστανται, συμβιβάζω μεσολαβώντας
αρχ.
1. κατασκευάζω φράγμα, ανάχωμα
2. συντελώ με τη μεσολάβησή μου στην επιτυχία ενός έργου.