προδικάζω
English (LSJ)
judge beforehand, Ph.1.603:—Med., Poll.8.24:—Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας IG5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 716] vorher richten (?).
Greek (Liddell-Scott)
προδῐκάζω: δικάζω, κρίνω πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., Πολυδ. Η΄, 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα του οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ.