προθυμητέον
English (LSJ)
one must be eager, c. inf., Pl.Phd. 90e, al., Plu.2.723e: pl. προθῡμητέα, Pl.Lg.770b.
Greek (Liddell-Scott)
προθῡμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ πρόθυμος, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
προθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να φανεί πρόθυμος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προθυμητέον, adj. verb. van προθύμεομαι, men moet streven naar, met inf.:; προθυμητέον ὑγιῶς ἔχειν men moet zijn best doen gezond te zijn Plat. Phaed. 90e; = plur. προθυμητέα.