προκατακρίνω

English (LSJ)

[ῑ], form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 728] wider Einen urteilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.

French (Bailly abrégé)

condamner d'avance, porter d'avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προκατακρίνω: (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.

Greek Monolingual

Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.