προκαταλείπω

English (LSJ)

bequeath before, PMasp.3.19 (vi A.D.).

Greek Monolingual

Α
καταλείπω κάτι ως κληρονομιά, κληροδοτώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλείπω «αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ»].