κληροδοτώ

From LSJ

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source

Greek Monolingual

(AM κληροδοτῶ, -έω) κληροδότης
δίνω σε κάποιον κάτι ως μερίδιο («και φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος», ΠΔ)
νεοελλ.
αφήνω σε κάποιον κάτι με κληροδοσία, του το αφήνω με διαθήκη ως κληροδότημα, του το παραχωρώ ως κληρονομιά
αρχ.
1. διανέμω γεωργικούς κλήρους, κάνω κληρούχους γης
2. δίνω το μερίδιό μου σε κάποιον.