προοδευτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που προοδεύει, που προχωρεί προς τα εμπρός, που εξελίσσεται («παρατηρείται προοδευτική βελτίωση της κατάστασης»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόοδο, που συντελεί στην πρόοδο ή εμφορείται από προηγμένες ιδέες και αντιλήψεις (α. «προοδευτικές ιδέες» β. «προοδευτικός άνθρωπος»)
3. αυτός που αυξάνεται βαθμιαία, που διέπεται από σύστημα αριθμητικής ή γεωμετρικής προόδου («προοδευτική φορολογία»).
επίρρ...
προοδευτικώς και προοδευτικά
με τρόπο προοδευτικό, με τάση προς την εξέλιξη ή προς την αύξηση σύμφωνα με την αριθμητική πρόοδο (α. «δεν αντιμετώπισε προοδευτικά το θέμα» β. «οι μισθοί θα αυξάνονται προοδευτικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προοδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιω. Φιλήμονα].