προσαγωγίδης
German (Pape)
[Seite 747] ὁ, dor. ποταγωγίδης, = προσαγωγεύς, Plut. Dion. 28, wo jetzt προσαγωγέας für προσαγωγίδας gelesen wird. S. Wessel. ad D. Sic. I p. 455.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. προσαγωγεύς.
Russian (Dvoretsky)
προσαγωγίδης: ου (ῐδ) ὁ Plut. = προσαγωγεύς 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγωγίδης: ἴδε προσαγωγεύς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατάσκοπος ή καταδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα -ίδης (πρβλ. ηγεμονίδης)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαγωγίδης -ου, ὁ [προσαγωγή] verklikker, spion.