προσανατρέχω

English (LSJ)

A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83.
II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc.
III v. προανατρέχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.

French (Bailly abrégé)

1 gravir en courant ; fig. s'élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.

Russian (Dvoretsky)

προσανατρέχω: (fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)
1 подниматься бегом, взбегать (εἴς τι Diod.);
2 быстро достигать: π. οὐσίαις Diod. быстро (раз)богатеть;
3 (в повествовании) восходить, возвращаться: π. τοῖς χρόνοις Polyb. восходить к (более) ранним эпохам.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω
2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν
2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»].

Greek Monotonic

προσανατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, ανατρέχω πίσω, στα παλιά, αναπολώ παλιά γεγονότα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run back, retrace past events, Polyb.