προσαπαντώ

Greek Monolingual

-άω, Α
1. έρχομαι προκειμένου να συναντήσω κάποιον
2. (για χειρουργικό εργαλείο) φτάνω
3. μτφ. αντιτάσσομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπαντῶ «αναζητώ, συναντώ, αντιμετωπίζω»].