προσδέησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, want, need, τῶν πλησίον Epicur.Ep.1p.28U.

German (Pape)

[Seite 755] ἡ, Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.

Russian (Dvoretsky)

προσδέησις: εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέησις: ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσδέω (II)]
ανάγκη, έλλειψη κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῦτα γίνεται», Επίκ.).