προσδέησις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 755] ἡ, Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.
Russian (Dvoretsky)
προσδέησις: εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέησις: ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσδέω (II)]
ανάγκη, έλλειψη κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῦτα γίνεται», Επίκ.).