προσεμβλέπω
English (LSJ)
look into besides, ταῖς αὑτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν Plot.4.4.8.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
regarder en outre.
Étymologie: πρός, ἐμβλέπω.
Russian (Dvoretsky)
προσεμβλέπω: также взглядывать (Xen. - v.l. к προσβλέπω).
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβλέπω: ἐμβλέπω προσέτι, ἡμαρτημένη γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 29· ἴδε Bornem. εἰς Συμπ. τοῦ αὐτοῦ 2, 16.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐμβλέπω
βλέπω προς το εσωτερικό επιπροσθέτως («προσεμβλέπειν ταῖς αὐτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν», Νικ. Χων.).
Greek Monotonic
προσεμβλέπω: μέλ. -ψω, βλέπω δίπλα, ρίχνω μια ματιά επιπλέον, σε Ξεν.