προσεμβλέπω

English (LSJ)

look into besides, ταῖς αὑτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν Plot.4.4.8.

German (Pape)

[Seite 759] dazu hineinsehen, v.l. bei Xen. Cyr. 2, 2, 29.

French (Bailly abrégé)

regarder en outre.
Étymologie: πρός, ἐμβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

προσεμβλέπω: также взглядывать (Xen. - v.l. к προσβλέπω).

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβλέπω: ἐμβλέπω προσέτι, ἡμαρτημένη γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 29· ἴδε Bornem. εἰς Συμπ. τοῦ αὐτοῦ 2, 16.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐμβλέπω
βλέπω προς το εσωτερικό επιπροσθέτως («προσεμβλέπειν ταῖς αὐτῶν ψυχαῖς τὸ ζῆν», Νικ. Χων.).

Greek Monotonic

προσεμβλέπω: μέλ. -ψω, βλέπω δίπλα, ρίχνω μια ματιά επιπλέον, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to look into besides, Xen.