προστακτέον

English (LSJ)

one must order, X.Hier.9.3; π. ὅπως.. Pl.R. 527c.

Greek (Liddell-Scott)

προστακτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προστάξῃ, Ξεν. Ἱέρων 9. 3· πρ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 527C.

Russian (Dvoretsky)

προστακτέον: adj. verb. к προστάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστακτέον, adj. verb. van προστάττω, er moet bevolen worden.